- πελερίνα
- ηφαρδύ πανωφόρι μονοκόμματο και χωρίς μανίκια που ρίχνεται στους ώμους, αλλ. μπέρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelerin < νεολατ. pelegrinus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πελερίνα — η (λ. γαλλ.), κοντό πανωφόρι χωρίς μανίκια, μπέρτα (λ. γαλλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπέρτα — η (λ. γαλλ.), πανωφόρι χωρίς μανίκια που κουμπώνει στο λαιμό, η πελερίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)